- κακοσημαδεύω
- κακοσημάδεψα, σημαδεύω κακώς, κάνω κακή σκόπευση: Κακοσημάδεψα και δεν το πέτυχα το πουλί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κακοσημαδεύω — 1. σημαδεύω εσφαλμένα, χωρίς επιτυχία, βάζω λαθεμένα σημάδια 2. κάνω κακή σκόπευση, δεν πετυχαίνω τον στόχο … Dictionary of Greek